- παρελκυστικός
- -ή, -όαυτός που συντελεί, βοηθά την παρέλκυση, αυτός που παρελκύει: Παρελκυστική τακτική, μέθοδος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρελκυστικός — ή, ό αυτός που συντελεί ή αποβλέπει στην επιβράδυνση («παρελκυστική τακτική»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρελκύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Αν. Πολυζωίδη] … Dictionary of Greek